πεντάσημος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
[ᾰ], ον, in Prosody, = πεντάχρονος, Quint.Inst.9.4.51, Aristid. Quint.1.14.
German (Pape)
[Seite 557] von od. mit fünf Zeichen od. Zeitmaaßen, Arist. Quint. u. Scholl. metr.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάσημος: -ον, ἐν τῇ προσῳδίᾳ, = πεντάχρονος, Ἀριστείδης Κοϊντιλ. σ. 35.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάσημος, -ον, ΝΑ
(στην αρχαία μετρ.) αυτός που αποτελείται από πέντε σημεία, από πέντε πρώτους χρόνους, ο πεντάχρονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. δίσημος].