πεολειξία
Greek Monolingual
η
η χρησιμοποίηση τών χειλιών και της γλώσσας για την διέγερση του πέους και την πρόκληση ηδονής, ο στοματικός έρωτας, κν. τσιμπούκι, πίπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέος + -λειξία (< λείχω «γλείφω»), πρβλ. αιδοιολειξία].
η
η χρησιμοποίηση τών χειλιών και της γλώσσας για την διέγερση του πέους και την πρόκληση ηδονής, ο στοματικός έρωτας, κν. τσιμπούκι, πίπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέος + -λειξία (< λείχω «γλείφω»), πρβλ. αιδοιολειξία].