περίγυρος
Greek Monolingual
ο, Ν
1. αυτός που περιβάλλει κάτι
2. υπερυψωμένη κατασκευή από πέτρα, ξύλο ή άλλο υλικό που περιορίζει έναν χώρο, περιτοίχισμα, περίβολος
3. μτφ. το περιβάλλον («κοινωνικός περίγυρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γύρος].
ο, Ν
1. αυτός που περιβάλλει κάτι
2. υπερυψωμένη κατασκευή από πέτρα, ξύλο ή άλλο υλικό που περιορίζει έναν χώρο, περιτοίχισμα, περίβολος
3. μτφ. το περιβάλλον («κοινωνικός περίγυρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γύρος].