περιρροή

English (LSJ)

ἡ,
A flowing round, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ… ἡ π. γιγνομένη according as each flows round, Pl.Phd. 111e.
II fluid, ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.CD1.13.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
écoulement (d'un fleuve, etc.) vers un point déterminé.
Étymologie: περιρρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιρροή -ῆς, ἡ [περιρρέω] eromheen stromend water.

German (Pape)

ἡ, das Herum-, Umherfließen, der Abfluß und Zusammenfluß wohin, Plat. Phaed. 111e.

Russian (Dvoretsky)

περιρροή:стекание, сток Plat.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιρρέω
1. η ροή, το ρεύμα από τα γύρω («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει κάθε ποταμός από τα πέριξ, Πλάτ.)
2. το ρευστό.

Greek Monotonic

περιρροή: ἡ (περιρρέω), ροή γύρω από, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιρροή: ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν πέριξ, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχη... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς ἕκαστος ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.

Middle Liddell

περιρροή, ἡ, περιρρέω
a flowing round, Plat.