περιφύομαι
Greek Monotonic
περιφύομαι: Παθ., με Μέσ. μέλ. -φύσομαι [ῡ]· Ενεργ. παρακ. περιπέφῡκα, Επικ. -πέφῠα· Ενεργ. αόρ. βʹ περιέφῡν, απαρ. περιφῦναι, μτχ. -φύς [ῡ], σε μεταγεν. συγγραφείς, επίσης με Παθ. απαρ. και μτχ. περιφῠῆναι και -φῠείς·
1. αναπτύσσομαι ολόγυρα, περιφύομαι, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, εναγκαλίζομαι, προσκολλώμαι σε, με δοτ. ή απόλ., στο ίδ.· ομοίως λέγεται για υποδήματα, περιέφυσαν Περσικαί τινι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. mid. -φύσομαι perf. act. περιπέφῡκα, epic -πέφῠα aor2 act. περιέφῡν inf. περιφῦναι part. -φύς and -φῠείς inf. pass. περιφῠῆναι part. pass. -φῠείς
1. Pass., to grow round about, Od.
2. of persons, to grow round, cling to, c. dat. or absol., Od.; so of shoes, περιέφυσαν Περσικαί τινι Ar.