περιᾴδω

English (LSJ)

A go about singing, ἰαμβεῖα Luc.Salt.27.
II Pass., to be buzzed about, κωνώπων χορῷ Plu.2.663d.
2 to be harped upon, repeated, τὰ ὑπὸ τῶν πολλῶν -όμενα Agath.2.30.

German (Pape)

[Seite 568] umsingen, von allen Seiten besingen, Sp., wie Plut. Symp. 4, 1, 3 M im pass., Luc. salt. 27.

French (Bailly abrégé)

chanter autour, de tous côtés ; Pass. être étourdi par du bruit autour de soi.
Étymologie: περί, ᾄδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ᾴδω zingend rondgaan.

Russian (Dvoretsky)

περιᾴδω: распевать (ἰαμβεῖα Luc.): χωνώπων χορῷ περιᾳδόμενος Plut. оглашаемый пением тучи комаров.

Greek Monolingual

περιάδω ΝΜΑ
περιφέρομαι τραγουδώντας («ἔνδοθεν αύτὸς κεκραγώς, ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶ, ἐνίοτε καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῖα», Λουκιαν.)
μσν.-αρχ.
παθ. περιάδομαι
φημίζομαι («Σοφοκλῆς περιᾴδεται... δεινὸς εἶναι σφαιρίσαι», Ευστ.)
αρχ.
παθ. ηχεί βόμβος γύρω μου («κωνώπων χορῷ περιᾳδόμενον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

περιᾴδω: μέλ. -άσομαι, περιφέρομαι τραγουδώντας, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περιᾴδω: περιφέρομαι ᾄδων, ἰαμβεῖα Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 27. ΙΙ. περιηχοῦμαι, «τραγῳδοῦμαι», κωνώπων χορῷ Πλούτ. 2. 663D. ΙΙΙ. ᾄδομαι, φημίζομαι, Σοφοκλῆς περιᾴδεται ... δεινὸς εἶναι σφαιρίσαι Εὐστ. 381. 10· Ἐργίνου τοῦ παρὰ Πινδάρῳ περιᾳδομένου ὁ αὐτ. 1076, 25. κτλ.

Middle Liddell

fut. -ᾴσομαι
to go about singing, Luc.