περιάδω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
περιάδω ΝΜΑ
περιφέρομαι τραγουδώντας («ἔνδοθεν αύτὸς κεκραγώς, ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶ, ἐνίοτε καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῖα», Λουκιαν.)
μσν.-αρχ.
παθ. περιάδομαι
φημίζομαι («Σοφοκλῆς περιᾴδεται... δεινὸς εἶναι σφαιρίσαι», Ευστ.)
αρχ.
παθ. ηχεί βόμβος γύρω μου («κωνώπων χορῷ περιᾳδόμενον», Πλούτ.).