πεταλούδα

Greek Monolingual

η
1. κοινή ονομασία τών 15.000 ειδών λεπιδοπτέρων της υπεροικοΥένειας papilionidae, με 6 οικογένειες και με παγκόσμια εξάπλωση, καθώς και τών άλλων λεπιδοπτέρων
2. τεχνολ. περικόχλιο ή άλλο εξάρτημα για μπουλόνι σε σχήμα πεταλούδας
3. το παπιγιόν
4. είδος μεταλλικού τεχνητού δολώματος που μοιάζει με καθρεφτάκι
5. είδος και επίσημη ονομασία αγωνίσματος κολύμβησης
5. φρ. «πεταλούδα της νύχτας» — γυναίκα ελευθέριων ηθών που συνάπτει εύκολα σχέσεις σε νυκτερινές εξόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από τον τ. πετηλίς «ακρίδα»].