περικόχλιο
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Greek Monolingual
το / περικόχλιον, ΝΑ
εξάρτημα πρισματικό ή κυλινδρικό, μεταλλικό συνήθως, που φέρει εσωτερικό σπείρωμα και κοχλιώνεται σε στέλεχος που φέρει εξωτερικό σπείρωμα αντίστοιχων χαρακτηριστικών, κν. παξιμάδι
νεοελλ.
τεχνολ.
1. «περικόχλια σύσφιγξης» — περικόχλια με τα οποία επιτυγχάνεται η συναρμολόγηση τών συνδεόμενων εξαρτημάτων
2. «περικόχλια κίνησης» — περικόχλια χρησιμοποιούμενα ως μέσα μετατροπής της περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη κίνηση
3. «αγκωνωτό περικόχλιο» — ειδικής μορφής περικόχλιο αποτελούμενο από συμπαγές ή σωληνωτό στέλεχος, στα ελεύθερα άκρα του οποίου υπάρχει εσωτερική ή εξωτερική κοχλίωση και το οποίο χρησιμοποιείται για συνδέσεις τμημάτων μιας κατασκευής, όταν αυτά σχηματίζουν μεταξύ τους γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κοχλίας.