πεταχτάρα

Greek Monolingual

η, Ν
ψωμί που ζημώθηκε και ψήθηκε βιαστικά, αλλ. πεταχτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετώ) + κατάλ. -άρα (πρβλ. τρομάρα)].