πιθηκισμός

English (LSJ)

ὁ, playing the ape, playing monkey-tricks, Ar.Eq.887, M.Ant.9.37.

German (Pape)

[Seite 613] ὁ, äffisches, affenhaftes Betragen, z. B. des Schmeichlers, Ar. Equ. 884 u. Sp., wie M. Ant. 9, 37, in B. A. 60 πανουργία erklärt.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
singerie, cajolerie, ruse.
Étymologie: πίθηκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθηκισμός -οῦ, ὁ [πιθηκίζω] apenstreek.

Russian (Dvoretsky)

πῐθηκισμός:обезьяньи штучки, лукавство Arph.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πιθηκίζω
η πράξη του πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων του πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις», Αριστοφ.)
μσν.
(για βάπτισμα έξω της Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση του χριστιανικού βαπτίσματος.

Greek Monotonic

πῐθηκισμός: ὁ, αναπαράσταση του πιθήκου, μίμηση των τρόπων του πιθήκου, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκισμός: ὁ, τὸ πιθηκίζεσθαι, μιμεῖσθαι τοὺς τρόπους τοῦ πιθήκου, ὡς ποιοῦσιν οἱ κόλακες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 887, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 37.

Middle Liddell

πῐθηκισμός, οῦ, ὁ,
a playing the ape, playing monkey's tricks, Ar. [from πῐ́θηκος]