πισσήρης

English (LSJ)

ες, = πισσήεις (of pitch, pitchy), κηκίς A. Ch. 268. = πισσοκώνητος, Orac. ap. Ath. 12.524b.

German (Pape)

[Seite 619] ες, = πισσήεις, Aesch. Ch. 266; Ath. XII, 524 b.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui a l'aspect de la poix.
Étymologie: πίσσα, ἄρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πισσήρης -ες [πίττα] teerachtig.

Russian (Dvoretsky)

πισσήρης: черный как смола (κηκίς Aesch.).

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. πισσήεις
2. πισσοκώνητος
3. το θηλ. ως ουσ.πισσήρης
(ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφήρης)].

Greek Monotonic

πισσήρης: -ες (*ἄρω), = πισσήεις, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πισσήρης: -ες, = πισσήεις, Αἰσχύλ. Χο. 268. 2) = πισσοκώνητος, Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Α. ΙΙ. ἡ π. (ἐξυπ. κηρωτή), ἔμπλαστρον μὲ πίσσαν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 766, κτλ.

Middle Liddell

πισσ-ήρης, ες [*ἄρω] = πισσήεις, Aesch.]

English (Woodhouse)

of pitch