πισσοκώνητος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
πισσοκώνητον, (κωνάω ΙΙ) daubed with pitch: π. πῦρ fire blazing with pitch, A.Fr.118; π. μόρος the death of one who is pitched and burnt alive, Hsch. s.v. κωνῆσαι.
German (Pape)
[Seite 619] mit Pech bestrichen, μόρος, der Tod dessen, welcher, mit Pech bestrichen, im Feuer stirbt, Aesch. frg. 103 u. Cratin. in VLL.
Russian (Dvoretsky)
πισσοκώνητος: смоляной (πῦρ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
πισσοκώνητος: -ον, (κωνάω ΙΙ), «πισσοκωνήτῳ πυρί: τῷ εὐκαύτῳ˙ ἐπεὶ τὰ καιόμενα πίσσῃ χρίεται˙ Ἀισχύλ. Κρήσσαις» (Ἀποσπάσμ. 118) Φώτ.: ― Καθ’ Ἡσύχ.: ἐν λέξ. κωνῆσαι˙ «πισσοκωνῆσαι˙ καὶ κύκλῳ περιενεγκεῖν˙ καὶ πισοκώνητον μόρον λέγουσιν, ὅταν πίσσῃ καταχρισθέντες τινὲς ὑπὸ πυρὸς ἀποθάνωσιν. Αἰσχύλος Κρήσσαις», ἴδε πισσοκωνίας Ἄρης ὅπερ μνημονεύεται ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Σ. 521 ἐκ τοῦ Κρατίν. (Ἄδηλ. 162)˙ ὡσαύτως πισσοκωνία, ἡ, «ἡ νῦν πίσσα, ᾗ χρίουσι τὰ παρίσθμια τῶν προβάτων» Ἡσύχ. ἐν λέξ. κωνῆσαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο αλειμμένος με πίσσα
2. φρ. α) «πῡρ πισσοκώνητον» — φωτιά με πισσωμένα ξύλα για τελειότερη καύση
β) «πισσοκώνητος μόρος»
(κατά τον Ησύχ.) ο θάνατος κάποιου που τον άλειψαν με πίσσα και τον έκαψαν στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -κώνητος (< κωνῶ «επιχρίω με πίσσα»)].