πιστόλι
Greek Monolingual
και μπιστόλι, το, Ν
1. στρ. μικρό φορητό πυροβόλο ὁπλο, σχεδιασμένο για να χρησιμοποιείται με το ένα χέρι
2. φρ. «πιστόλι βαφής»
τεχνολ. εργαλείο χρησιμοποιούμενο για το βάψιμο επιφανειών με χρώμα ή με βερνίκι, το οποίο φέρει μικρό δοχείο όπου τοποθετείται το χρώμα και συνδέεται με αεροσυμπιεστή ο οποίος του παρέχει αέρα υπό πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του πιστόλα].