πλαγιότητα

Greek Monolingual

η / πλαγιότης, -ητος, ΝΑ πλάγιος
1. η ιδιότητα του πλαγίου, πλάγια στάση, θέση ή διεύθυνση
2. γραμμ. η χρήση τών πλάγιων πτώσεων.