πλευρό
Greek Monolingual
το / πλευρόν, ΝΜΑ
1. το πλάγιο μέρος του ανθρώπου ή ζώου, η μπάντα, το πλαϊνό (α. «μού πονάει το αριστερό πλευρό» β. «ὁ Μασιστίου ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.)
2. η πλευρά, καθένα από τα οστά του θώρακα
3. το πλάγιο μέρος επιφάνειας (α. «το αριστερό πλευρό της φάλαγγας του εχθρικού στρατού» β. «ἡ κατὰ τὸ δεξιὸν πλευρὸν τῆς στρατιᾱς», Ξεν.)
4. φρ. «στέκομαι στο πλευρό του» και «ἵσταμαι παρὰ τὸ πλευρόν τινος» — συμπαραστέκομαι σε κάποιον, είμαι αλληλέγγυος με κάποιον, υποστηρίζω, βοηθώ, ενισχύω κάποιον
μσν.
κλάδος οικογένειας («ἐξ ἑνὸς πλευροῦ συνάπτονται τῷ τελευτήσαντι», Αθ. Σχολαστ.)
αρχ.
φρ. «ἀπὸ τοῦ ἰδίου πλευροῦ» — εκ μέρους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πλευρά, με αλλαγή γένους (βλ. και λ. πλευρά)].