ποδοπάτηση

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να πατάει κάποιος με τα πόδια κάποιον άλλον, να τον κλοτσάει
2. μτφ. ηθική μείωση, ταπείνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοπατώ. Η λ., στον λόγιο τ. ποδοπάτησις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών].