ποδόσφαιρο

Greek Monolingual

το, Ν
αθλητικό αγώνισμα που παίζεται σε ανοιχτό χώρο μεταξύ δύο ομάδων, με έντεκα παίκτες στην καθεμιά, στόχος τών οποίων είναι να μπει η ποδόσφαιρα, η μπάλα, στην εστία της αντίπαλης ομάδας με κλοτσιά ή προώθηση με οποιοδήποτε μέρος του σώματος εκτός από τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + σφαίρα. Η λ. αποτελεί απόδοση του αγγλ. football και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. ποδόσφαιρον, από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].