ποθητός

English (LSJ)

ποθητή, ποθητόν, longed for, regretted, IG7.3434 (Chaeronea).

German (Pape)

[Seite 645] gewünscht, verlangt, begehrt, ersehnt, vermißt, geliebt, Ael. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
désiré ou désirable.
Étymologie: adj. verb. de ποθέω.

Greek (Liddell-Scott)

ποθητός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν ἐπιθυμητός, ποθούμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1667.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποθητός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποθώ
ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.
β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ.
γ. «ποθητὸν πρᾶγμα», επιγρ.)
νεοελλ.
1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι»)
2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. τραγούδι).