πολεμόκραντος

English (LSJ)

πολεμόκραντον, (κραίνω) finishing war, τέλος A.Th.162 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 654] den Krieg entscheidend, vollendend, τέλος, Aesch. Spt. 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui termine la guerre.
Étymologie: πόλεμος, κραίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμόκραντος -ον [πόλεμος, κραίνω] de oorlog ten einde brengend.

Russian (Dvoretsky)

πολεμόκραντος: решающий (завершающий) войну (τέλος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολεμόκραντος: ον ὁ τελειώνων, ἀποφασίζων τὸν πόλεμον, Ἀσχύλου Θήβ. 161· πρβλ. μοιρόκραντος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τερματίζει τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημόκραντος].

Greek Monotonic

πολεμόκραντος: -ον (κραίνω),· αυτός που αποφασίζει τον πόλεμο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πολεμό-κραντος, ον, κραίνω
finishing war, Aesch.