πολυκαγκής
English (LSJ)
πολυκαγκές, (κάγκω, καίω)
A parching, δίψα Il.11.642.
2 very dry, χώρη AP9.678.
German (Pape)
[Seite 663] ές, sehr trocken u. dürr, χώρα, Ep. ad. (IX, 678); sehr trocknend, ausdörrend, δίψα, Il. 11, 642.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui dessèche, qui brûle.
Étymologie: πολύς, *κάγκω, c. καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκαγκής -ές [πολύς, ~ κάγκανος] zeer droog, brandend:. π. δίψα brandende dorst Il. 11.642.
Russian (Dvoretsky)
πολυκαγκής:
1 иссушающий, жгучий (δίψα Hom.);
2 сухой, высохший (χώρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκαγκής: -ές, (κάγκω, καίω) ὁ πολὺ ξηραίνων, στεγνώνων, φλογερός, δίψαι Ἰλ. Λ. 642· ― λίαν ξηρός, κατάξηρος, χώρα Ἀνθ. Π. 9. 678. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκαγκέος· πολυξήρου».
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που ξηραίνει, που στεγνώνει πολύ («τῷ δ' ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν», Ομ.ιλ.)
2. φλογερός
3. πολύ ξηρός, κατάστεγνος («πολυκαγκής χώρα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -καγκής < θ. καγκ- της λ. κάγκανος «ξηρός, κατάξερος» κατά τα σιγμόληκτα (βλ. λ. κάγκανος)].
Greek Monotonic
πολῠκαγκής: -ές (καίω)·
I. πολύ ξηρός ή καψαλισμένος, δίψαι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πολύ ξηρός, σε Ανθ.
Middle Liddell
πολῠ-καγκής, ές καίω
I. drying or parching exceedingly, δίψαι Il.
II. very dry, Anth.