πολυοινία
English (LSJ)
ἡ,
A abundance of wine, Gp.4.1.14, etc.
II excess in wine, Pl.Lg.666b, Ph.1.351, Plu.2.239a.
German (Pape)
[Seite 667] ἡ, Reichtum od. Überfluß an Wein; καὶ μέθη Plat. Legg. II, 666 b; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
excès de vin, ivresse.
Étymologie: πολύοινος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυοινία -ας, ἡ [πολύς, οἶνος] het drinken van veel wijn.
Russian (Dvoretsky)
πολυοινία: ἡ неумеренное потребление вина (μέθη καὶ π. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυοινία: ἡ ἀφθονία οἴνου, Γεωπ. 4. 1. 14, κτλ. ΙΙ. πολλὴ χρῆσις οἴνου, Λατ. vinolentia, μέθης δὲ καὶ πολυοινίας τὸ παράπαν τὸν νέον ἀπέχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 666Β, Πλούτ. 2. 239Α.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πολύοινος
1. η αφθονία οίνου, το άφθονο κρασί
2. υπερβολική κατανάλωση οίνου.