πολυπληθής

English (LSJ)

πολυπληθές,
A very numerous, Sch.Ar.Pax 519.
2 plethoric, ἢν π. ὁ νοσέων ἦ Aret.CA1.1.

German (Pape)

[Seite 669] ές, viel an Menge od. Zahl, Schol. Ar. Pax 520 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπληθής: -ές, πολὺς κατὰ τὸ πλῆθος, πολυάριθμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 519. 2) λίαν πεπληρωμένος, ἢ μεμιασμένος, ἢν πολυπληθὴς ὁ νοσέων ἔῃ Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει μεγάλο πλήθος, ο πολυάριθμοςπολυπληθής συγκέντρωση»)
αρχ.
(για άνθρωπο) πληθωρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. μυριοπληθής, παμπληθής].