πληθωρικός
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
πληθωρική, πληθωρικόν, plethoric, διάθεσις, νόσημα, Id.7.578, 18(1).79. Adv. πληθωρικῶς, διακεῖσθαι = be plethoric Id.6.130.
German (Pape)
[Seite 633] vollblütig, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πληθωρικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων πληθώραν αἵματος κτλ., Γαλην. τ. 6, σ. 339, 3, τ. 18, μέρ. α΄, σ. 576, 5, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς διακεῖσθαι ὁ αὐτ. τ. 6, σ. 130, 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πληθωρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πληθώρα
αυτός που έχει πληθώρα αίματος, παθολογική αύξηση του ὁγκου του αίματος (α. «πληθωρικά φαινόμενα» β. «πληθωρικὴ διάθεσις» γ. «πληθωρικὸν νόσημα», Γαλ.)
νεοελλ.
1. αυτός που εκφράζει έντονα, ζωηρά ή υπερβολικά τα συναισθήματά του, που έχει συμπεριφορά ζωηρή ή θορυβώδη (α. «πληθωρικός τύπος» β. «πληθωρική ηθοποιός»)
2. εκείνος που παρουσιάζει αύξηση πάνω από το κανονικό (α. «πληθωρική κυκλοφορία του χρήματος» β. «πληθωρική βαθμολογία»)
3. χοντρός, παχύσαρκος.
επίρρ...
πληθωρικῶς Α
με συμπτώματα πληθώρας στο αίμα («οἱ πληθωρικῶς διακείμενοι», Γαλ.).