πολυπτόητος

English (LSJ)

poet. πολυπτοίητος, ον, timorous, Plu.2.44c, etc.; ὄμμα AP5.289 (Paul. Sil.); much-agitated, θάλασσα ib.7.624 (Diod.), cf. Nonn. D. 27.189,al.

German (Pape)

[Seite 670] ion. u. poet. πολυπτοίητος, sehr erschrocken, schüchtern, übh. voll unruhiger Bewegung, voll Leidenschaft; Nonn. D. 10, 80 u. öfter; θάλασσα, Diod. 6 (VII, 624) in der poet, Form.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein d'effroi, très craintif.
Étymologie: πολύς, πτοέω.

Russian (Dvoretsky)

πολυπτόητος: ион. πολυπτοίητος 2
1 беспокойный, подозрительный (ὄμμα Anth.);
2 взволнованный (ἀκρόασις Plut.; θάλαττα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυπτόητος: Ἰων. -πτοίητος, ον, ὁ πολὺ πτοούμενος, δειλός, Πλούτ. 2. 44C, Νόνν., κλπ.· ὄμμα Ἀνθ. Π. 5. 290· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ πολὺ ταρασσομένη, αὐτόθι 7. 624.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ ποιητ. τ. πολυπτοίητος, -ον, Α
1. αυτός που πτοείται πολύ, πάρα πολύ δειλός, φοβιτσιάρης
2. (για θάλασσα) φουρτουνιασμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πτοοῦμαι].

Greek Monotonic

πολυπτόητος: Ιων. -πτοίητος, -ον (πτοέω), πολύ φοβισμένος, εξαιρετικά ταραγμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-πτόητος, Ionic -πτοίητος, ον, πτοέω
much scared, much-agitated, Anth.