πολύβουλος

English (LSJ)

πολύβουλον,
A much-counselling, exceeding wise, Ἀθήνη Il.5.260, Od.16.282; of Isis, Hymn.Is.26; γνώμα Pi.I.4(3).72.
2 shifty, Cat.Cod.Astr.8(1).259.

German (Pape)

[Seite 660] von vieler Einsicht, wohlberaten; Il. 5, 260 u. Od. 16, 282 Beiwort der Athene; γνώμα, Pind. I. 3, 90.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très prudent, très sage.
Étymologie: πολύς, βουλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύβουλος -ον [πολύς, βουλή] rijk aan raadgevingen, vindingrijk:. π. Ἀθήνη Athene Il. 5.260.

Russian (Dvoretsky)

πολύβουλος: весьма разумный, мудрый (Ἀθήνη Hom.; γνώμη Pind.).

English (Autenrieth)

(βουλή): full of counsel, exceeding wise, epithet of Athēna.

English (Slater)

πολῠβουλος, -ον rich in counsel κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ (I. 4.72)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ συνετός, σώφρονος
2. φρ. «πολύβουλος γνώμα» — πολύ συνετή γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό-βουλος].

Greek Monotonic

πολύβουλος: -ον (βουλή), αυτός που έχει πολλές γνώμες, που σκέφτεται πολύ, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβουλος: -ον, ὁ πλήρης, βουλῶν, συνετώτατος, Ἀθήνη Ἰλ. Ε. 602, Ὀδ. Π. 282· γνώμα Πινδ. Ι. 4. 122 (3. 90).

Middle Liddell

πολύ-βουλος, ον, βουλή
much-counselling, Hom.