πολύθεστος

English (LSJ)

πολύθεστον, muchdesired, τοκεῦσι Call.Cer.48.

German (Pape)

[Seite 663] viel od. sehr gewünscht, Callim. Cer. 48.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθεστος: -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, πολυπόθητος, Καλλ. εἰς Δήμ, 48· πρβλ. ἀπόθεστος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολύθεστος· πολυαγάπητος. πολύσεπτος».

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. πολύ επιθυμητός, πολυαγαπημένοςτέκνον πολύθεστε τοκεῦσι», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) πολύ τιμημένος, πολύσεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θεστος, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή» (πρβλ. άθεστος)].