πολύθρους
English (LSJ)
-ουν, contr. for πολύθροος (with much noise, clamorous).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
contr. att. p. πολύθροος.
Greek Monolingual
-ουν και πολύθροος, -οον, Α
πολυθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό-θρους/ποικιλό-θροος].
Middle Liddell
German (Pape)
zusammengezogen aus πολύθροος.