-έω, Α πόλος1. ανοίγω τη γη με άροτρο, αροτριώ, οργώνω2. περιφέρομαι, περιπλανώμαι3. συχνάζω4. μένω, κατοικώ κάπου5. (κατά τον Ησύχ.) «πολεῖννέμειν, βόσκειν».