ποντιάς

English (LSJ)

ποντιάδος, ἡ, poet. fem. of πόντιος, ἅλμα Pi.N.4.36; γέφυρα π., i.e. the Isthmus, Id.I.4(3).20; π. αὔρα E.Hec.444 (lyr.); χελώνη Crates Com.29.

German (Pape)

[Seite 681] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu πόντιος; ἅλμα, Pind. N. 4, 36; γέφυρα, I. 3, 38, der Isthmus; αὔρα, Eur. Hec. 444; χελώνη, Crates bei Ath. III, 117 b.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de la mer, maritime.
Étymologie: πόντος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποντιάς -άδος [πόντος] adj. f., zee-, van de zee.

Russian (Dvoretsky)

ποντιάς: άδος (ᾰδ) adj. f морская (ἅλμα Pind.; αὔρα Eur.).

English (Slater)

ποντῐᾰς f. adj., of the sea βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα (N. 4.36) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων (I. 4.20)

Greek Monolingual

-άδος, η, ΝΑ
αυτή που ανήκει στον πόντο, στη θάλασσα (α. «ποντιὰς αὔρα» β. «ποντιὰς ἅλμα», Πίνδ.)
αρχ.
φρ. «ποντιὰς γέφυρα» — ο ισθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κατάλ. -ιάς (πρβλ. νησιάς)].

Greek Monotonic

ποντιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του πόντιος, σε Πίνδ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποντιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ πόντιος, ἅλμα Πινδ. Ν. 4. 59· π. γέφυρα, δηλ. ὁ ἰσθμός, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 34· π. αὔρα Εὐρ. Ἑκάβ. 444· χελώνη Κράτης Κωμ. ἐν «Σαμίοις» 1.

Middle Liddell

ποντιάς, άδος, poet. fem. of πόντιος, Pind., Eur.]