ποστός

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που κατέχει ορισμένη θέση σε μια σειρά («τῇ ποστῇ ἡμέρᾳ». την τάδε, την ορισμένη μέρα του μήνα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσ(σ)οστός (< πόσος, πρβλ. πολλοστός) με συλλαβική ανομοίωση (πρβλ. και πόστος)].