Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ποστός
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α αυτός που κατέχει ορισμένη θέση σε μια σειρά («τῇ ποστῇ ἡμέρᾳ». την τάδε, την ορισμένη μέρα του μήνα). [ΕΤΥΜΟΛ.<ποσ(σ)οστός (<πόσος, πρβλ.πολλοστός) με συλλαβική ανομοίωση (πρβλ. και πόστος)].