η, Ν1. μακρύ πουκάμισο που φοριέται κατά τον ύπνο, νυχτικό2. ανδρικός χιτώνας που φτάνει μέχρι τα πόδια3. φαρδύ και μακρύ γυναικείο πουκάμισο που φοριέται συνήθως έξω από τη φούστα ή το πανταλόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πουκάμισο + κατάλ. -α (πρβλ. βράκα)].