πουκαμίσα

Greek Monolingual

η, Ν
1. μακρύ πουκάμισο που φοριέται κατά τον ύπνο, νυχτικό
2. ανδρικός χιτώνας που φτάνει μέχρι τα πόδια
3. φαρδύ και μακρύ γυναικείο πουκάμισο που φοριέται συνήθως έξω από τη φούστα ή το πανταλόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουκάμισο + κατάλ. -α (πρβλ. βράκα)].