πρεσβυγενής

English (LSJ)

πρεσβυγενές,
A first-born, Il.11.249, E.Tr.593 (lyr.): generally, ancient, primeval, Κρόνος Cratin. 240.
II οἱ πρεσβυγενεῖς, Lacon. for οἱ γέροντες = council of the ancients, Plu.Lyc.6, 2.789e.

German (Pape)

[Seite 699] ές, älter an Geburt, erstgeboren; Il. 11, 249; Eur. Troad. 588; Tim. Phlias. 23; Orph. Arg. 602; so nannte nach Plut. an seni ger. resp. 10 die Pythia den Staat der Lacedämonier. Übh. alt, χρόνος, Cratin. bei Plut. Per. 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
le plus âgé, le plus ancien ; οἱ πρεσβυγενεῖς PLUT le Conseil des Anciens à Lacédémone.
Étymologie: πρέσβυς, γένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρεσβυγενής -ές [πρέσβυς, γένος] eerstgeboren.

Russian (Dvoretsky)

πρεσβῠγενής:
1 старший, первородный: π. Ἀντηνορίδης Hom. первенец Антенора;
2 древнейший, извечный (χρόνος Cratinus ap. Plut.).
IIстарейшина (в Спарте) Plut.

English (Autenrieth)

first-born, Il. 11.249†.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που γεννήθηκε πρώτος, πρωτότοκος, πρεσβύτερος στην ηλικία
αρχ.
1. παλαιός, προγενέστερος, πανάρχαιος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ πρεσβυγενεῖς
(λακων. τ.) οι γέροντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. πρέσβυς + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. δευτερογενής.

Greek Monotonic

πρεσβῠγενής: -ές (γίγνομαι),
I. ο μεγαλύτερος στη γέννηση, αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. οἱ πρεσβυγενεῖς, οι γέροντες, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβῠγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ πρεσβύτατος κατὰ τὴν γέννησιν, ὁ πρῶτος γεννηθείς, πρωτότοκος, Ἰλ. Λ. 249, Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 610 (590)· καθόλου, παλαιός, προγενέστερος, πανάρχαιος, Στάσις δὲ καὶ πρεσβυγενὴς Κρόνος (διάφ. γρ. Χρόνος) Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 3. ΙΙ. οἱ πρεσβυγενεῖς, Λακων. ἀντὶ τοῦ οἱ γέροντες, Λατ. senatus, Πλουτ. Λυκοῦργ. 6., 2. 789Ε.

Middle Liddell

πρεσβῠ-γενής, ές γίγνομαι
I. eldest-born, first-born, Il., Eur.
II. οἱ πρεσβυγενεῖς the senators, Plut.