προαποφέρω

English (LSJ)

1 aor. -ήνεγκα, carry off first (by death), Lib.Or.1.146.

Greek Monolingual

Α
αποβάλλω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποφέρω «μεταφέρω σε άλλο μέρος, απωθώ, φεύγω»].