προβατεύω

English (LSJ)

A keep cattle, SIG1165 (Dodona), App. BC1.7; tend sheep, AP7.636 (Crin.):—Pass., προβατεύομαι = to be grazed by cattle, D.H.1.37.
II keep at grass, graze, ἑκατὸν πλείω τὰ μείζονα App.BC1.8.

German (Pape)

[Seite 710] Vieh, bes. Schafe halten, App. B. C. 1, 7; hüten, Crinag. 39 (VII, 636); γῆ ἀνεπιτήδειος προβατεύεσθαι, zur Viehzucht untauglich, D. Hal. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

garder, mener paître des moutons.
Étymologie: πρόβατον.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτεύω: пасти овец Anth.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτεύω: διατηρῶ, τρέφω πρόβατα, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 7 καὶ 8· ― φυλάττω πρόβατα, εἶμαι ποιμὴν προβάτων, Ἀνθ. Π. 7. 636. ― Παθ., τρώγομαι, βόσκομαι ὑπὸ προβάτων, Διον. Ἁλ. 1. 37.

Greek Monolingual

Α προβατεύς
1. διατηρώ, εκτρέφω πρόβατα
2. βόσκω πρόβατα, είμαι ποιμένας προβάτων
3. παθ. προβατεύομαι
βόσκομαι, τρώγομαι από πρόβατα.

Greek Monotonic

προβᾰτεύω: (πρόβᾰτον), μέλ. -σω, προσέχω τα πρόβατα, είμαι ποιμένας, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. σω [πρόβᾰτον]
to watch sheep, be a shepherd, Anth.