προβοσκός
English (LSJ)
ὁ, assistant herdsman, Hdt.1.113 (v.l. προβόσκων).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
berger en sous-ordre, propr. qui mène paître.
Étymologie: πρό, βοσκός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβοσκός -οῦ, ὁ [πρό, βοσκός] herdersknecht.
Russian (Dvoretsky)
προβοσκός: или πρόβοσκος, v.l. προβόσκων ὁ помощник пастуха, подпасок Her.
Greek (Liddell-Scott)
προβοσκός: ὁ, βοηθὸς βοσκοῦ, τῶν τινα προβοσκῶν Ἡρόδ. 1. 113 (τὰ Ἀντίγραφα προβόσκων).
Greek Monolingual
ό, Α
αυτός που βόσκει αντί άλλου το ποίμνιο, βοηθός βοσκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -βοσκός (< βόσκω)].
Greek Monotonic
προβοσκός: ὁ, βοηθός βοσκού, σε Ηρόδ.