προγαμιαίος
Greek Monolingual
-α, -ο / προγαμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται ή δίνεται πριν από τον γάμο και για χάρη του γάμου («προγαμιαίες σχέσεις» — σεξουαλικές σχέσεις πριν από τον γάμο»)
2. φρ. «προγαμιαία δωρεά» — περιουσιακή επίδοση του άνδρα ή και τρίτου προσώπου προς τη γυναίκα πριν από τον γάμο ως ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνε, γνωστή από το αρχαίο ελληνικό και το βυζαντινό δίκαιο ως ἀντίφερνα και ως ὑπόβολον, αντίστοιχα.
επίρρ...
προγαμιαία Ν
πριν από τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγαμος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. κληρονομιαῖος)].