προεκφέρω
English (LSJ)
A put out before, τὴν χεῖρα LXX Ge.38.28.
2 utter, pronounce before, Demetr.Eloc.51.
II Pass., to be carried away headlong, Aristipp. ap. Stob.3.17.17 (s. v.l.); of runners, Chrysipp.Stoic.3.128.
German (Pape)
[Seite 719] (s. φέρω), vorher heraustragen, bes. begraben, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
προεκφέρω: ἐκφέρω, ἐξηγῶ πρότερον, τὴν χεῖρα Ἑβδ. (Γέν. ΛΗϳ, 28)· ἐκφέρω, λέγω πρότερον, Δημήτρ. Φαληρ. 51. ― Παθητ., παρασύρομαι ὁρμητικῶς ὑπό τινος πράγματος, Ἀρίστιππ. παρὰ Στοβ. 157. 12.
Greek Monolingual
Α
1. εκφέρω, βγάζω έξω προηγουμένως κάτι
2. προφέρω, λέω προηγουμένως
3. παθ. προεκφέρομαι
παρασύρομαι ορμητικά από κάτι.