προκοίλιος
English (LSJ)
προκοίλιον, = pot-bellied, Lat. ventrosus, Glossaria: of a verse, having a syllable too many in the middle, procoelium Ps.-Plu.Metr.2; προκοίλιον πάθος Eust.12.34,52.8.
German (Pape)
[Seite 730] mit vorstehendem oder hangendem Bauche, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην κοιλίαν, προγάστωρ, Συνέσ. 253 (πρόκοιλος εἶναι ἡμαρτημ. γραφ.), Ρήτορες (Walz) 5. 594· ― ἐπὶ στίχου, ἀντίθετον τῷ λαγαρός, ὁ ἔχων μακρὰν συλλαβὴν ἀντὶ βραχείας, Εὐστ. 12. 34., 32. 8, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. κοιλαράς, πρόκοιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κοιλία (πρβλ. εγκοίλιος)].