προμνάομαι

English (LSJ)

A woo or court for another, Pl.Tht.150a; τινί τινα Luc. Herod.6; ἡ προμνησαμένη = προμνήστρια, X.Mem.2.6.36: metaph., Pl.Tht.151b; προμνᾶταί τί μοι γνώμα my mind woos me to hope, c. inf., S.OC1075: c. dat., woo themes for others, Pl.Mx.239c.
2 generally, endeavour to obtain, solicit, τοιαυ-τα π. ἑκάστῳ προσιών X. An.7.3.18; προμνάομαι αὐτῷ Κιλικίαν solicit it for him, Plu.Luc.6; κωφότητα προμνάομαι Id.2.38b.

German (Pape)

[Seite 734] für Einen werben; Plat. Theaet. 150 a 151 b; Xen. Mem. 2, 6, 36; auch anempfehlen, rathen, προμνώμενον ἄλλοις ἐς ᾠδὰς αὐτὰ θεῖναι, Plat. Menex. 239 c; so Xen. An. 7, 3, 18, wo es noch die Nebenbedeutung hat »Geschenke zu erhalten suchen«; vgl. Mem. 2, 6, 36. – Bei Soph. O. C. 1077, προμνᾶταί τί μοι γνώμα, meine Seele ahnet Etwas.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 faire mention d'avance ; avertir : προμνᾶταί τί μοι γνώμα SOPH j'ai un pressentiment, litt. mon esprit m'avertit de qch;
2 rechercher en mariage pour qqn : κόρην τινί LUC s'entremettre pour marier une jeune fille avec qqn, négocier le mariage d'une jeune fille ; abs. ἡ προμνησαμένη XÉN c. προμνήστρια;
3 p. ext. chercher à obtenir pour un autre : τινί τι qch pour qqn.
Étymologie: πρό, μνάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-μνάομαι voor iem. anders naar iemands hand dingen bemiddelen bij een huwelijk; ptc. subst..; ἡ προμνησαμένη bemiddelaarster, koppelaarster Xen. Mem. 2.6.36; overdr.. προμνᾶταί τί μοι γνώμα (+ inf.) mijn geest laat mij vermoeden dat... Soph. OC 1075; π. ἄλλοις ἐς ᾠδάς... αὐτὰ θεῖναι (thema’s) te werven voor anderen om ze in gezangen onder te brengen Plat. Menex. 239c. proberen te krijgen (voor iemand anders):. τοιαῦτα προὐμνᾶτο ἑκάστῳ προσίων zo wierf hij voor hem door ieder apart te benaderen Xen. An. 7.3.18; π. αὐτῷ Κιλικίαν voor hem Cilicië trachten te krijgen Plut. Luc. 6.4.

Russian (Dvoretsky)

προμνάομαι:
1 предлагать, сватать (κόρην τινί Luc.): ἡ προμνησαμένη Xen. сваха;
2 советовать, внушать (τι Xen.): π. τινι ἐς τὴν ποίησίν τι θεῖναι Plat. рекомендовать кому-л. облечь что-л. в поэтическую форму; προμνᾶταί τί μοι γνώμα Soph. чует моя душа;
3 хлопотать, просить: Λουκούλλῳ Κιλικίαν π. Plut. добиваться для Лукулла Киликии.

Greek (Liddell-Scott)

προμνάομαι: ἀποθ., προξενῶ, προξενεύω εἰς γάμον, προμνησαμένη τῷ Ἀετίωνι τήν... θυγατέρα Λουκ. Ἡρόδ. 6· ἡ προμνησαμένη, = προμνήστρια, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36· καὶ μεταφορ., Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, 151Β. 2) συνιστῶ, συμβουλεύω, τοιαῦτα προὐμνᾶτο ἑκάστῳ προσιών, προσερχόμενος συνίστα εἰς ἕκαστον νὰ πράξῃ τοιαῦτα, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 18· εὐθὺς εἶχε τὸν Κέθηγον ἐπαινέτην καὶ προμνώμενον τὴν Κιλικίαν, καὶ προσπαθοῦντα νὰ προμηθεύσῃ εἰς αὐτὸν τὴν ἐπαρχίαν τῆς Κιλικίας (εἰς ἣν ἤθελε νὰ ἀποσταλῇ ὁ Λούκουλλος), Πλουτ. Λούκουλλ. 6· κωφότητα πρ. ὁ αὐτ. 2. 38Β· ― πρ. τινι ποιεῖν, προσπαθῶ νὰ καταπείσω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Πλάτ. Μενέξ. 239C. ΙΙ. προμνᾶταί τί μοι γνώμα, ὁ νοῦς μου προβλέπει τι, Σοφ. Ο. Κ. 1074.

Greek Monotonic

προμνάομαι: αποθ.,
I. 1. ζητώ σε γάμο, ερωτοτροπώ για λογαριασμό κάποιου, ἡ προμνησαμένη = προμνήστρια, σε Ξεν.
2. γενικά, ζητώ, στον ίδ., σε Πλούτ.
II. προμνᾶταί τί μοι γνώμα, το μυαλό μου προβλέπει κάτι, σε Σοφ.

Middle Liddell

Dep.
I. to woo or court for another, ἡ προμνησαμένη = προμνήστρια, Xen.
2. generally, to solicit, Xen., Plut.
II. προμνᾶταί τί μοι γνώμα my mind forebodeth somewhat, Soph.