προνομία

English (LSJ)

ἡ, (νόμος)
A privilege, Ph.1.6, al., Plu.2.279b, 296c (pl.), PFlor.382.14 (iii A. D.), Lyd.Mag.3.24, etc.; π. διδόναι τινί Str.15.1.54, Luc.Abd.23, etc.
II (νομός) right of pasturage, IG9(1).442 (Acarn., iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 736] ἡ, Vorrecht, Privilegium; Luc. abd. 23; D. Cass. 53, 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
privilège.
Étymologie: πρό, νόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προνομία -ας, ἡ [προνέμω] voorrecht, voorrang.

Russian (Dvoretsky)

προνομία:преимущественное право, преимущество, старшинство Plut., Luc.

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΜΑ
προνόμιο, δικαίωμα κατ' εξαίρεση της κοινής νομοθεσίας (α. «οι προνομίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου» β. «οὐδὲ τῇ ἡλικίᾳ τῶν γερόντων προνομίαν διδόασιν ἂν μὴ καὶ τῷ φρονεῖν πλεονεκτῶσι», Στράβ.
γ. «τυχεῖν προνομίας τῆς παρ' αὐτῷ τῷ βασιλεῖ», Ευσ.)
νεοελλ.
στον πληθ. οι προνομίες
τα νομικά πλεονεκτήματα ορισμένων ξένων υπηκόων σε άλλη χώρα
μσν.
ξεχωριστή τιμή («τὴν τοῦ Ἰησοῦ προσηγορίαν ἐξαιρέτου προνομίας ἀξιοῖ», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -νομία (< -νομος)].
(II)
ἡ, Α
δικαίωμα νομής, βοσκής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -νομία (< νομός/ νομή)].

Greek Monotonic

προνομία: ἡ (νόμος), δικαίωμα, προνόμιο, σε Στράβ., Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προνομία: ἡ, (νόμος) προνόμιον, ἐξαίρετον δικαίωμα, Πλούτ. 2. 279Β, 296C, κτλ.· πρ. διδόναι τινὶ Στράβ. 709, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 23, κτλ.· ― οὐχὶ Ἀττ., Θωμ. Μάγιστρ. 742.

Middle Liddell

προ-νομία, ἡ, νόμος
a privilege, Strab., Luc.