προπαιδεία
English (LSJ)
ἡ, preparatory teaching, τῆς π., ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι which they must receive before entering on dialectic, Pl.R. 536d, cf. Luc.Rh.Pr.14.
German (Pape)
[Seite 738] ἡ, vorgängiger, vorläufiger Unterricht, Plat. Rep. VII, 536 d (s. προπαιδεύω) u. Sp., wie Luc. rhet. praec. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
instruction préliminaire.
Étymologie: προπαιδεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπαιδεία -ας, ἡ [προπαιδεύω] voorbereidend onderwijs.
Russian (Dvoretsky)
προπαιδεία: ἡ предварительное обучение, подготовка Plat., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
προπαιδεία: ἡ, προπαρασκευαστικὴ διδασκαλία, «τὰ πρῶτα μαθήματα» (Σουΐδ.), τῆς πρ., ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, ἣν πρέπει νὰ διδαχθῶσι πρὶν εἰσέλθωσιν εἰς τὴν διαλεκτικήν, Πλάτ. Πολ. 536D, πρβλ. Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 14· ― οὕτω προπαίδευμα, τό, ἐγκύκλια πρ. Φίλων 1. 157· προπαίδευσις, εως, ἡ, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 72D, 727D, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και προπαίδεια, Ν προπαιδεύω
η προπαρασκευαστική παιδεία, η πνευματική και ηθική συγκρότηση που έχει προηγηθεί (α. «δεν είχε την κατάλληλη προπαιδεία για τέτοιες σπουδές
β. «ἦν δ' οὗτος τῶν μάλιστα ἐλευθερίων προπαιδείας τε τῆς καθ' Ἕλληνας οὐκ ἄμοιρος», Ευσ.
γ. «λογισμῶν τε καὶ γεωμετριῶν και πάσης προπαιδείας ἣν τῆς διαλεκτικής δεῖ προπαιδευθῆναι», Πλάτ.)
νεοελλ.
(συν. στον τ.) προπαίδεια α) μαθητικό εγχειρίδιο με τις τέσσερεις πράξεις της αριθμητικής
β) (ειδικά) ο πίνακας της πράξης του πολλαπλασιασμού (1-100).
Greek Monotonic
προπαιδεία: ἡ, προπαρασκευαστική διδασκαλία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
προπαιδεία, ἡ,
preparatory teaching, Plat. [from προπαιδεύω