προσήμερος

English (LSJ)

προσήμερον, (ἡμέρα) happening in one day, Artem.4.84.

German (Pape)

[Seite 765] in einem Tage, in kurzer Zeit geschehend, Artemid. 4, 48, im Gegensatz von χρόνιος.

Greek (Liddell-Scott)

προσήμερος: -ον, (ἡμέρα) = ἐφήμερος, Ἀρτεμίδ. 4. 84.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διαρκεί μια μέρα, ο εφήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφήμερος].