προσαριθμώ

Greek Monolingual

-έω, Α
1. μετρώ ή υπολογίζω κάτι μαζί με άλλα, συγκαταριθμώ
2. περιλαμβάνω επίσης
3. καταβάλλω, πληρώνω κάτι επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀριθμῶ «απαριθμώ, περιλαμβάνω, πληρώνω»].