προσεκκαίω
English (LSJ)
set fire to besides, D.C.62.17: metaph., inflame or provoke besides, Phld.Lib.p.21 O.; [τινὰς] περὶ τοὺς ἔρωτας Plu.2.60e; φιλοτιμίαν Id.Cleom.2; τὰς ὑπολήψεις Porph.Abst.2.41:—Pass., S.E. M.11.179; ταῖς κακοπραγίαις J.BJ3.9.6.
German (Pape)
[Seite 758] (s. καίω), noch dazu anbrennen, anzünden, D. Cass. 62, 17; übtr., ἐπιθυμίαν, Plut. Cleom. 2; u. so pass., S. Emp. adv. gramm. 298; προσεκκαυθεὶς τοῖς γεγενημένοις, darüber aufgebracht, Long. 4, 16.
French (Bailly abrégé)
f. προσεκκαύσω, ao. προσεξέκηα ou προσεξέκαυσα, etc.
enflammer en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἐκκαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εκκαίω, overdr. extra aanvuren:. προσεκκαῦσαι ἄρτι μὲν ὀργῇ, ἄρτι δὲ κολακείᾳ hem in vuur en vlam zetten, nu eens door boosheid, dan weer door lieve woordjes Luc. 57.13.
Russian (Dvoretsky)
προσεκκαίω: сверх того воспламенять, разжигать (τὴν φιλοτιμίαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεκκαίω: ἐκκαίω προσέτι, Δίων Κ. 62. 17· μεταφορ., φιλοτιμίαν Πλουτ. Κλεομ. 2. ― Παθητ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 179, κτλ.
Greek Monolingual
Α ἐκκαίω
1. ανάβω, αναφλέγω επί προσθέτως
2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω επιπροσθέτως (α. «περὶ τοὺς ἔρωτας... προσεκκάουσιν», Κλεομ.
β. «προσεκαυθεὶς τοῖς γεγενημένοις» — αφού παροργίσθηκε για τα όσα έγιναν, Λόγγ.).