προσεκφέρω
English (LSJ)
A pay besides, προσεξενεγκεῖν χίλια τάλαντα Plb.3.27.8.
II Pass., to be carried too far, of runners, Chrysipp.Stoic. 3.127.
German (Pape)
[Seite 758] (s. φέρω), als Beitrag wozu zusammenbringen, bes. als Kriegssteuer, Pol. 3, 27, 8, προσεξενεγκεῖν.
Russian (Dvoretsky)
προσεκφέρω: (aor. προσεξήνεγκα) кроме того уплачивать (χίλια τάλαντα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεκφέρω: συνεισφέρω προσέτι, χίλια τάλαντα Πολύβ. 3. 27, 8.
Greek Monolingual
Α ἐκφέρω
1. συνεισφέρω επί πλέον, καταβάλλω επί πλέον συνεισφορά («ἐκχωρεῖν Καρχηδονίοις Σαρδόνος καὶ προσεξενεγκεῖν ἄλλα χίλια... τάλαντα», Πολ.)
2. (για δρομείς) διανύω μεγάλη απόσταση.