προσερεθίζω

English (LSJ)

stimulate besides, Arr.Epict.2.2.16; provoke further, Lib.Or.21.21; aggravate a cough, Sor.1.123 (Pass.); τὸν θυμούμενον Choerob.Trop.20: prob. f.l. for προερεθίζω in Sor. ap. Gal.12.419.

German (Pape)

[Seite 762] noch dazu reizen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσερεθίζω: ἐρεθίζω προσέτι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 2, 16, Λιβάν. 1. 690, Εὐστ. Πονημάτ. 254. 51.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐρεθίζω
1. ερεθίζω επί πλέον
2. ιατρ. παροξύνω ακόμη περισσότερο, επιδεινώνω.