προερεθίζω

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προερεθίζω Medium diacritics: προερεθίζω Low diacritics: προερεθίζω Capitals: ΠΡΟΕΡΕΘΙΖΩ
Transliteration A: proerethízō Transliteration B: proerethizō Transliteration C: proerethizo Beta Code: proereqi/zw

English (LSJ)

irritate before, Gal.12.590, Sor. ap. eund.12.418 (Pass.); excite, call forth before the time, Heph.Astr.1.25.

German (Pape)

[Seite 721] vorher reizen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

προερεθίζω: ἐρεθίζω πρότερον, Γαλην. τ. 2, σ. 107, 40. ― οὐσιαστ. προερεθισμός, οῦ, ὁ, προηγούμενος ἐρεθισμός, ἐν Ideler Phys. 2. 211.

Greek Monolingual

Α
1. ερεθίζω προηγουμένως κάποιον ή κάτι
2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι πρόωρα.