προσεσπέριος
English (LSJ)
προσεσπέριον, towards the west, western, Arist.Fr.474, Plb.1.2.6, Scymn.157; τὰ π. τῆς Εὐρώπης D.H.1.13; οἱ π. Λοκροί D.S.14.34, cf. Str.9.5.10.
German (Pape)
[Seite 763] gegen Abend, abendlich, von der Tageszeit; gegen Abend gelegen, von der Himmelsgegend, ἔθνη Pol. 1, 2, 6, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui regarde le couchant, occidental.
Étymologie: πρός, ἕσπερος.
Russian (Dvoretsky)
προσεσπέριος: находящийся на западе, западный (ἔθνη Polyb.; sc. μόριον τῆς γῆς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεσπέριος: -ον, ὁ πρὸς δυσμάς, δυτικός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 433, Ἀριστ. Προβλ. 30. 14, 4.
Greek Monolingual
-ον, Α προσέσπερος
1. (σχετικά με ώρα, με χρόνο) εσπερινός, βραδινός
2. αυτός που βρίσκεται προς τη δύση, ο δυτικός (α. «τὰ προσεσπέρια τῆς Εὐρώπης», Διον. Αλ.
β. «προσεσπέριοι Λοκροί», Στράβ.).
Greek Monotonic
προσεσπέριος: -ον, αυτός που είναι στραμμένος προς τη δύση, δυτικός, σε Πολύβ.