προσκόμιση

Greek Monolingual

η, Ν προσκομίζω
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσκομίζω
2. μεταφορά σε έναν τόπο
3. προσαγωγή, παρουσίαση (α. «η προσκόμιση τών αποδεικτικών στοιχείων είναι υποχρέωση για τον ενάγοντα» β. «για το επίδομα συζύγου είναι απαραίτητη η προσκόμιση ληξιαρχικής πράξης γάμου»)
4. (κατά τους πνευματιστές) η μετακίνηση, παρά τους φυσικούς νόμους και χωρίς καμιά υλική επέμβαση, ενός αντικειμένου και η είσδυσή του μέσα σε έναν κλειστό χώρο.